- Ἀριστέως
- Ἀρίστευςmasc nom sg (epic ionic)Ἀριστέω̆ς , Ἀριστεύςmasc gen sgἈριστεύςmasc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀριστέως — ἀριστέω̆ς , ἀριστεύς those who excel in valour masc gen sg ἀριστεύς those who excel in valour masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπάρειμι — (I) ἐπιπάρειμι (Α) [πάρειμι] 1. είμαι επίσης παρών («ὡς ἤσθοντο καὶ τοὺς μετά Ἀριστέως ἐπιπαρόντας», Θουκ.) 2. παρευρίσκομαι κάπου («οὐκ ἄνευ θεοῡ τινος ἡμῑν ἐπιπαρών», Λουκιαν.) 3. αστρολ. κατέχω μια θέση. (II) ἐπιπάρειμι (Α) [πάρειμι] 1.… … Dictionary of Greek